- λιμέν'
- λιμένα , λιμήνharbourmasc acc sgλιμένι , λιμήνharbourmasc dat sgλιμένε , λιμήνharbourmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COTHON — I. COTHON Carthaginis tres erant partes, Κώθων, Μέγαρα, et Βύρσα. Cothon Varie definitur. A Strab. l. 17. νησίον περιφερὲς Ε᾿υρίπῳ περιεχόμενον ἔχοντι νεωσοίκους ἑκατέρωθεν κύκλῳ, Insula parva, rotunda, Euripô circumdata, utrinque habente in… … Hofmann J. Lexicon universale
ξυλίτης — ο (Α ξυλίτης, θηλ. ξυλῑτις, ίτιδος) νεοελλ. 1. χημ. αζωτούχα κυκλική και αρωματική ένωση, γνωστή και ως τρινιτρο μ ξυλόλιο, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή εκρηκτική ύλη αρχ. 1. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με ξύλο 2. ως ουσ. ονομασία ενός είδους… … Dictionary of Greek
LEMANUS et LEMANNUS — LEMANUS, et LEMANNUS quod maxime Poetis in usu, Ptol. λιμεν´η Strab. l. 4. p. 204. et 208. λεμάνη, Dioin ἡ λέμβανος λίμνη, a Lausanna sibi adiacente in parte Orientaliori, inprimis lacûs Lausannensis, le lac de Losanne, plerisque in parte… … Hofmann J. Lexicon universale
επιλιμενάρχης — ο ανώτερος αξιωματικός τού λιμενικού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιμεν άρχης (λιμήν + άρχω «διοικώ»)] … Dictionary of Greek
θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… … Dictionary of Greek
κυριάρχης — κυριάρχης, ὁ (Μ) δεσπότης, κυβερνήτης, ανώτατος άρχων, κυρίαρχος, εξουσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + άρχης* (< ἄρχω), πρβλ. λιμεν άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
λεσχηνίτης — λεσχηνίτης, ὁ (Α) λεσχηνευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεσχήν, ῆνος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λιμεν ίτης, σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
λυχνίτις — λυχνῑτις, ιδος, ἡ (Α) 1. το φυτό βαλλωτή 2. το φυτό φλομίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + επίθημα ῖτις (πρβλ. λιμεν ίτις, τοξ ίτις)] … Dictionary of Greek
μαρμαρίτις — μαρμαρῑτις, ιδος, ἡ (Α) 1. (για πέτρα) αυτή που είναι όμοια με το μάρμαρο 2. είδος φυτού τού γένους παιωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + επίθημα ῖτις (πρβλ. κυαν ίτις, λιμεν ίης). Το φυτό πήρε την ονομασία αυτή λόγω τού κυανόφαιου χρώματος τών… … Dictionary of Greek
πλωτάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. βαθμός αξιωματικού τού πολεμικού ναυτικού, αντίστοιχος τού ταγματάρχη τού στρατού ξηράς αρχ. 1. κυβερνήτης πλοίου 2. ιδιοκτήτης πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλωτός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. λιμεν άρχης] … Dictionary of Greek